- δοξοσοφος
- δοξόσοφοςδοξό-σοφοςὅ мнимый мудрец Plat., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δοξόσοφος — η, ο (AM δοξόσοφος, ον) δοκησίσοφος … Dictionary of Greek
δοξόσοφον — δοξόσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc sg δοξόσοφος wise in one s own conceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξοσοφώτατοι — δοξόσοφος wise in one s own conceit masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξοσόφοις — δοξόσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξοσόφων — δοξόσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξόσοφοι — δοξόσοφος wise in one s own conceit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek